σπάραχνο

σπάραχνο
το, Ν
συν. στον πληθ. τα σπάραχνα
τα βράγχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. βάραγχος () < βράγχος «βραχνάδα» (πρβλ. βράγχιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπάραχνο — το βράγχιο του ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβάραχνο — το, Ν βλ. σπάραχνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”